εκπυρσοκροτώ

εκπυρσοκροτώ
εκπυρσοκροτώ, εκπυρσοκρότησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκπυρσοκροτώ — ( έω) κροτώ, αναδίδω ήχο λόγω ανάφλεξης εκρηκτικής ύλης («το όπλο δεν εκπυρσοκρότησε») …   Dictionary of Greek

  • εκπυρσοκροτώ — εκπυρσοκρότησα, αμτβ. (για ό πλα, φυσίγγια κτλ.), κάνω κρότο εξαιτίας ανάφλεξης εκρηκτικής ύλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… …   Dictionary of Greek

  • πυρσοκροτώ — έω, Ν εκπυρσοκροτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + κροτώ (πρβλ. χειρο κροτώ)] …   Dictionary of Greek

  • σμπαράρω — Ν 1. ρίχνω σμπάρο, πυροβολώ 2. σπάζω, θρυμματίζω 3. (για πυροβόλο) εκπυρσοκροτώ 4. σχίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbarrare «κλείνω, φράζω, συσφίγγω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”